ανοστίλα

ανοστίλα
η
1. έλλειψη νοοτιμάδας, ανοστιά, κακογουστιά
2. απώλεια του αισθήματος της γεύσης
3. ανορεξία, αηδία
4. ανόητα λόγια ή πράξεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”